Η ενδοδοντική θεραπεία («απονεύρωση») είναι η οδοντιατρική πράξη που διενεργoύμε προκειμένου να διατηρήσουμε κάποιο δόντι στον οδοντικό φραγμό του ασθενούς και να αποφύγουμε την απώλειά του.
Πρόκειται για θεραπευτική ενέργεια σε περιπτώσεις αποκάλυψης του πολφού, φλεγμονής ή αποστήματος λόγω τραυματισμού ή τερηδόνας. Μπορεί να είναι και σκόπιμη, λόγω εκτεταμένου τροχισμού του δοντιού, ώστε αυτό να αποτελέσει τμήμα μιας προσθετικής αποκατάστασης («γέφυρας»).
Αρκετοί γενικοί οδοντίατροι παραπέμπουν τους ασθενείς που χρειάζονται ενδοδοντική θεραπεία σε οδοντιάτρους οι οποίοι έχουν μετεκπαιδευτεί στην Ενδοδοντία. Οι οδοντίατροι αυτοί ασχολούνται αποκλειστικά με την ενδοδοντία και έχουν εξειδικευμένο εξοπλισμό (χειρουργικό μικροσκόπιο, υπέρηχους ενδοδοντίας, μηχανοκίνητα συστήματα ενδοδοντίας, σύστημα ψηφιακής ακτινογραφικής απεικόνισης) προκειμένου να αυξήσουν στο μέγιστο το ποσοστό επιτυχίας των θεραπειών που αναλαμβάνουν. Συνήθως παραπέμπονται οι πιο δύσκολες ενδοδοντικές θεραπείες (δόντια με πολλές ρίζες, δύσκολη πρόσβαση ή πολύπλοκη ανατομία) οι οποίες, αν γίνουν από γενικό οδοντίατρο, δεν έχουν την καλύτερη πρόγνωση.